τότε

τότε
τότε
1 then, at that time
1 referring to past time,
a answering a previous temporal cl., introduced by
I ὁπότε:

ὁπότ' ἐκάλεσε πατὴρ , τότ Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι O. 1.40

ἀλλ' ἁ Κοιογενὴς ὁπότ ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν κίονες fr. 33d. 5. ὁπότ' εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα. τότε βάλλεται, τότ ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16.
II ἁνίκα: (ἁνίκ v. 5) ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8. (ἁνίχ v. 35)

τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων μέλλον ἔντειλεν χρέος O. 7.39

III ἐπεί ἀλλ ἐπεὶ τείχει

θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν , τότ' ἔειπεν P. 3.40

IV

εὖτε οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν φωνὰν ἀκούειν , εὖτ ἂν δὲ κτίσῃ , τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.70

b answering a previous temporal word (πάλαι v. l.) ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις , νῦν δ (v. l. ποτ) I. 2.6 (φάμα παλαιά v. 22)

ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν I. 4.27

(ποτ)

τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι Pae. 6.137

c referring to some otherwise unspecified time
I

καὶ τότε καὶ τότε γνοὺς P. 3.31

καὶ τότ' ἐγὼ” fr. 168. 4, cf.

τότε καὶ O. 7.39

II

δὴ τότε δὴ τότ ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν O. 3.25

cf. δὴ τότε fr. 33d. 5.
III τότε μέν, with no contrasting time expressed (Ἄδραστος)

ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11

IV τότε γάρ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος νῦν γε μὲνP. 4.48, cf. 1. 2. 6, O. 13.103
2 referring to future

τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές. νῦν δ O. 13.103

3 frag. ]ζοι τότ' ἀμφ[ fr. 140a. 50 (24).

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τοτέ — at times indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τότε — at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά …   Dictionary of Greek

  • τοτέ — Α επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές, άλλοτε μεν άλλοτε δε («ἡ vῡv τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τότε με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • τότε(ς) — επίρρ. χρον. 1. εκείνη τη στιγμή, σ΄ εκείνη την περίσταση: Σηκώθηκε τότε και είπε. 2. σ΄ αυτή την περίπτωση, λοιπόν: Αν είναι έτσι, τότε να φύγω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. — τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τοθ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοτ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τό τ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τό τε — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τότ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”